ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Η δουλειά μου – δουλειά ονειροκόπου.
Στις κρίσεις καταφθάνω εντός βικτώριας με τις πέντε φορβάδες των αισθήσεων,
η πόλις έχει αδειάσει
ομίχλη πέφτει τέτοιαν ώρα
και το μυστρί των άστρων έντεχνα τονίζει τη στιγμή.
Αχ γυναίκα! Εσένα πάλι σκέπτομαι·
την όρεξη τής σάρκας τη μικρή ελιά σου στο λαιμό.
Πού να φάνταζες στα κρεββάτια τής πλησμονής
πως θα γυρνώ με πέλεκυν ξεκάνοντας το Δέντρο που μάς στάθηκε νερομάννα,
θυμάσαι πώς συνωμοτούσαμε στην ποδιά του ανήλικοι τού καλοκαιριού –
με δόση ενοχής περπατάγαμε στους αφρούς του.
Τώρα, πριν πιάσω δουλειά
διαβάζω τις καρδόσχημες αφιερώσεις και ξέρω:
α ν τ ί ο που πελέκησαν χέρια βιρτουόζικα σαν τού Χαλεπά σαν τού Μιχαήλ Αγγέλου.
Πίστεψέ με – δεν αντικρύζω παρά έργα Τέχνης
άψογες μορφές επιχωμένες απ' τον Α ι ώ ν ι ο ν Ὀ ρ κ ο
ζωές συνεπτυγμένες σ' ένα σ' αγαπώ.
Τελετουργικά η ομίχλη απλώνει
κι ο ίδρως τού κόπου απέδωσε – είναι ώρα.
Και κάπου στην καμπύλη κίνηση τού ήλιου
πιστή σε κάθε υλοτόμηση θά 'ρθεις
πικρή για γέψη πρωινού,
σα βοή θάλασσας από κοχύλι να υπομνήσεις
πως η καταστροφή
– κάτω απ' το έντεχνο φως των άστρων –
κρύβει κι αυτή τη μαγεία της.