ΠΡΟΒΑ

Λοιπόν Δημητράκη... αρκετά πιά! Άντε, γιατί σού τά 'χω μαζεμένα! Ναι, ναι όπως τ’ ακούς. Πάνε αυτά που ήξερες. Την Κατίνα που φλόμωνες στο ψέμα, να την ξεχάσεις! Γιατί βρε, γιατί... τί σού ’φταιξα;… δεν έκανα υπομονή, δεν έκατσα  δίπλα σου τρία ολόκληρα χρόνια πιασμένη χεράκι απ’ τα κούφια σου λόγια: «Κατινιώ μου, δεν σού το ‘πα, σού το ‘πα; Θα τη χωρίσω, μα το Θεό... μα η μανούλα της είναι άσχημα, πού να τη διώξω τώρα, καταλαβαίνεις...». Κι εγώ, το ζώον, να περιμένω σαν τον Χάρο πότε η κυρα-Θοδώρα θ’ αποδημήσει εις Κύριον, μπας και γελάσει λίγο το χειλάκι μας, αλλά πού αυτή... κορακοζώητη η κυρα-Θοδώρα μη μας θάψει σε λίγο όλους! Αμ το άλλο, πού το πας· «Κατινιώ μου, το μικρό άρχισε φέτος το σχολείο, περίμενε λιγουλάκι να προσαρμοστεί, κάνε υπομονή, και στον χρόνο πάνω στο υπόσχομαι· στο υποσχέθηκα, δεν στο υποσχέθηκα;...». Και νά με πάλι, Αικατερίνη με το όνομα, γνήσιο τέκνο τού Ιώβ, αναμένουσα εις το ακουστικόν μου πότε η Αννούλα θα μάθει το βου και α βα, και μετά την προπαίδεια τού οκτώ, και μετά τους άθλους τού Ηρακλέους και πάει λέγοντας. Γι’ αυτό τελειώσαμε! Ακούς Δημητράκη, τ ε λ ε ι ώ σ α μ ε ! Πάνε οι μέρες που η Κατίνα (απ’ τις καλές γραμματείς στο γραφείο, με προσόντα), η Κατίνα λέω την έκανες ό,τι ήθελες. Ναι ναι, όπως το ακούς, τί με κοιτάς; Βαρέθηκα. Σε βαρέθηκα! Γι’ αυτό, λάβε μιαν απόφαση Δημητράκη, γιατί δεν πάει άλλο! Έτσι δεν μού ‘λεγες πάντα; «Κατινιώ μου, αποφάσισε επιτέλους. Τί θες, σινεμά ή μπουζούκια, μ’ έσκασες». Ε, λοιπόν Δημητράκη… μ’ έσκασες κι εσύ! Τί σινεμά τί μπουζούκια, μόνος σου σε βλέπω να τα χορταίνεις. Ακούς; Κουράστηκα!  Ή την χωρίζεις χθες ή... ή... Άντε, γιατί σού τά ‘χω μαζεμένα!
 
Μπράβο, μπράβο Κατίνα μου! Μπράβο! Έτσι να τού τα πεις κι άλλα τόσα να βγάλει το χρυσό το στοματάκι σου!
 
 Καλά δεν τά ’πα Πιπίτσα, ε; Καλά δεν τά ’πα; Όχι θα τον αφήσω...
 
 Και δυο τρομάρες! Και κοίτα, μην κάνεις πίσω τώρα. Κατά μέτωπον επίθεση, ακούς; Μην πάρει ανάσα.
 
 Ε, ναι... κατά μέτωπον, ναι... μην πάρει ανάσα...
 
 Τί... τί ’ναι πάλι; Δεν πιστεύω ν’ άλλαξες γνώμη;
 
Ό... όχι, αλλά να...
 
 Τί βρε;
 
 Να... δηλαδή...
 
 Τί ’ναι πάλι, πες το, μ’ έσκασες καημένη!
 
 Τον αγαπώ βρε Πιπίτσα τον Δημητράκη... τον αγαπώ...