ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙΡΟ. Αναμφίβολα έρωτας δυνατός, αν όχι αμοιβαία αγάπη. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, όπως λένε, και φυσικά το γνώριζε πόσο τυχερός στάθηκε να βρεθεί μια τέτοια γυναίκα να τον σώσει. «Κράτα την γερά, μη σού φύγει!», συνήθιζαν να τού λένε· και κείνος χαμογελώντας, χωρίς να πολυδίνει σημασία, έσκυβε το κεφάλι κι ένευε σιωπηλά με τις χειρονομίες (τις θλιβερές) τού ανθρώπου που προσπαθεί να πείσει ― τέτοιες φιλοφρονήσεις, εννοείται, δίνονταν δύσκολα. Αυτό δεν σήμαινε ότι μια κρύφια ηδονή πόνου δεν τού τράνταζε τα κόκκαλα ή μι’ αγωνία για το πώς και με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να τη χάσει. Γιατί και αυτός δεν ήταν κανάς τυχαίος. Και τα πτυχία του είχε και τους τρόπους του ήξερε και κομψά ντυνόταν (ώριμος λίγο πριν τον πάρουνε τα χρόνια), για να μην πούμε τί εξαίρετος μάγειρος ήταν ― πράμα υπολογίσιμο στην εποχή μας, αλλά και σε κάθε εποχή γενικώτερα.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ήταν αφηρημένη. Μικροπράγματα δηλαδή αλλά απ’ αυτά που κάνουν τη διαφορά. Βαριότανε, για παράδειγμα, να πεταχτεί στη γωνία ν’ αγοράσει γάλα η ξέχναγε να πάρει παξιμάδια που τόσο τού άρεσε να βουτάει στον καφέ. Άλλοτε, το απόγευμα μπροστά στο τζάκι, θα τον ρώταγε κάτι δυό ή τρεις φορές ― σημάδι ότι δεν πρόσεχε όταν τής μίλαγε. Λεπτομέρειες βέβαια, δεν έδινε σημασία. Έτσι η ματιά της, ανενόχλητα, άρχισε να μπαίνει σιγά-σιγά στη φωτιά, να γίνεται ένα και να χάνεται με το υπνωτικό σύρισμα τής φλόγας που έκαιγε υπνωτικά τη ρετσίνα των ξύλων ή την ανάμνηση μιάς περασμένης της σκέψης. Σαν κατακάθονταν η χόβολη, μόνον τότε έπαιρνε τα μάτια της, χωρίς τον παραμικρό αναστεναγμό, πίσω στο μάλλινο πλεκτό της. Έδενε κι έλυνε κόμπους ασταμάτητα. Και το τζάκι, τον καιρό εκείνο, ήταν πάντοτε αναμμένο γιατί ο χειμώνας, τα τελευταία χρόνια, γίνονταν όλο και πιο δύσκολος.
ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ τα ξύλα σώθηκαν. Η ζέστη υποχώρησε· παγωνιά έπεσε στο σπίτι. Τα γέλια κόπασαν. Οι συζητήσεις κόπησαν μαχαίρι, τα χάδια σκλήρυναν. Ένας άλλος άνθρωπος στέκονταν τώρα μπροστά του. Μα δεν έδωσε σημασία. Άλλωστε, όταν ζόριζαν τα πράγματα, κατέφευγε με ασφάλεια στα λευκώματα απ’ τις παλιές τους εκδρομές στο Ναύπλιο ή τη Σουβάλα αναπολώντας αυτό το κάτι (τόπος, χρόνος;) που αναγνώριζε να πλημυρίζει εμφανώς τη χάρτινη επιφάνεια στις φωτογραφίες· κι ήταν τόσο λυτρωτικό το μαστίγωμα απ’ τις τύψεις και τις ενοχές! Διότι, παρ’ όλο που δεν ειπώθηκε τίποτα ποτέ μεταξύ τους ούτε υπήρξε κάποια επίσημη κατηγόρια, είχε την αίσθηση ότι τούτη η αλλαγή βάραινε αποκλειστικά τον ίδιο και σε καμιά περίπτωση εκείνη. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει όμως σίγουρα ένα γενναίο αίσθημα δειλίας τον κατέτρωγε. Το είχε νιώσει να γεννιέται κάποια στιγμή αργά και ύπουλα· δεν έδωσε σημασία και νά τώρα που είχε ανδρωθεί και τον είχε μεταμορφώσει, ανεπαίσθητα, από λευκή τίγρη τής Βεγγάλης σε κουνέλι με άρρωστα μάτια να τρέμει τη σκιά του. Είχε αλλάξει, φανερά· και δεν υπήρχε λόγος να το πολεμήσει. Μ’ αν κάποιος τού ‘λεγε πως πέφτοντας στα πόδια της, παρακαλώντας και δακρύζοντας για συγχώρεση σα μικρό παιδί, όλα διά μαγείας θα διορθώνονταν, τότε οπωσδήποτε θα ταπεινώνονταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Τί θα τής έλεγε ακριβώς, δεν ήξερε. Με ποιά σειρά δηλαδή να ξεφτιλίζονταν στα μάτια της ώστε να την ξανακερδίσει· να σκορπίσουν όλα, εν ριπή οφθαλμού, σαν κακό όνειρο. Γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις αποκοτιές αυτού τούείδους είναι, πολύ πιθανόν, αντί να διορθώσουν να επιταχύνουν καταστάσεις.
ΞΗΜΕΡΩΣΕ ΚΥΡΙΑΚΗ. Τής Πεντηκοστής. Καιρός μουντός όπως ταιριάζει σε χωρισμούς. Η πλευρά της στο κρεβάτι ξέστρωτη (πάντα συνήθιζε να τη συμμαζεύει). Η ντουλάπα μισόκλειστη, δυό-τρία συρτάρια στο κομοδίνο ανοιχτά μ’ εσώρρουχα να κρέμονται, το γάλα κι ο κρύος καφές με παξιμάδια στην κουζίνα, τα κλειδιά της αφημένα στο τραπέζι. Δεν μπήκε καν στον κόπο να ψάξει για γράμμα. Τί να λεχθεί; Δεν υπήρχαν πλέον λόγια να τους σώσουν. Μι’ ασπρόμαυρη φωτογραφία μόνο πάνω στο ψυγείο ―ημερήσια εκδρομή στην Καλαμάτα― με τους δυό τους αγκαλιά, πνιγμένοι στα χαμόγελα κι ευθεία τα νεανικά τους σώματα να κοιτάνε τον φακό· το μέλλον που απλώνονταν μ’ έντονα χρώματα, ελπιδοφόρο μπροστά τους. Την πήρε στα χέρια. Τη χάιδεψε. Έκλαψε πικρά.
ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ, περνώντας απ’ τους καταπράσινους κήπους τής Βικτώρια Τάουερ, στο δρόμο για τη δουλειά, εκεί που στέκει αγέρωχο το έφιππο άγαλμα τού Λεοντόκαρδου ―με το σπαθί ψηλά στον αέρα― εκεί ακριβώς, κάθε πρωί, η ίδια σκέψη τον βασανίζει: αν έκλαψε κι εκείνη όταν στέριωνε με τον μαγνήτη στο ψυγείο τη νεανική, γεμάτη ελπίδες, εκδρομή στην Καλαμάτα.