ΜΥΘΩΔΙΑ
Σε λάθος τόπο και πιό λάθος χρόνο
διαλέξαμε να δώσουμε τη μάχη
τής ζωής· μακράν τών τειχών απείχε
η ευαισθησία μας! Κράση ποιητή
αναμφίβολα στο αίμα κύλαγε
για τα ωραία ήμασταν και υψηλά
κι όχι από Τρώες σε Αχαιούς χυδαίοι
να ζυγίζουμε διαρκώς στρατόπεδο
ποιό τάλαντο βαραίνει περισσότερο
ποιά Θεά! Καί μ' αυστηρόν δούναι-λαβείν
κρίση ωμή κι ολίγον υστερόβουλη
και το πόστο τιμήσαμε στη βίγλα
και συμβουλές προσφέραμε δωρεάν,
τέλος πάντων, κουτσά-στραβά ζήσαμε
αντίρροπα απ' ό,τι ορμήνεψε η ζωή
που δίνει τα πάντα συνήθως μισά –
με σπέρματα ευθύνης μπολιάσαμε
αισθήματα, πράξεις, χειρονομίες
απαρνηθήκαμε παιδικότητες
κοιτάγματα αφήσαμε σα φύγαμε
μισά στό έδαφος. Σε λάθος τόπο...
Ναί! Το έγραψαν κι άλλοι πριν από μάς
μ' απ' τον χρόνο μπορείς να ξενιτευθείς;
(ποιά η γη να φουχτώσεις λίγο χώμα;)
Δεν διαλέξαμε ποτέ. Το σακκάκι
φθαρμένο το γυρίσαμε έξω-μέσα
πήραμε γυναίκα κάναμε παιδιά
παντρέψαμε τις κόρες· και τ' εγγόνια
(δεν μάς μοιάζουν!) απ' το χέρι σφίγγοντας
στον στερεμένο ποταμό σαν πάμε
κάτω απ' τους αλλότριους ευκάλυπτους
–κίβδηλο γρασίδι και στείρες μουριές–
επιστρέφει πάλι... αναπόληση...
Και λαδωμένοι, άγριοι σκονισμένοι
ρυπαροί βγαίνοντας απ' την κονίστρα
πριν ξεψυχήσουν καρφωμένοι ταύροι
τα μέλη μας γυαλίζοντας στον ήλιο
έφηβα αγάλματα με μαύρα μαλλιά
Σαρπηδόνες χρυσοί λευκά ντυμένοι
παίρνομε να μιλάμε για Νεράιδες
Σειληνούς, Μαινάδες, Αμαδρυάδες
(στο παληό ιδίωμα τής Λυκίας):
πάνοπλοι πώς παράστεκαν στη γέννα
πώς μάς αγάπαγαν και προσπέρασαν.