ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ!
Ο κύριος Δ. χώριζε τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες· σε αυτούς που σηκώνονται το πρωί, πλένονται, ξυρίζονται, φοράνε μια σκούρα γραβάτα και βγαίνουν απ’ το σπίτι τους να πάνε κάπου και σε αυτούς που ξυπνάνε κάθε πρωί και δεν πάνε πουθενά. Ο κύριος Δ. φανερά ανήκε στην πρώτη κατηγορία και αυτό τον ενοχλούσε πολύ. Από καιρό τώρα ένιωθε την αηδία τής καθημερινότητας να τον προσβάλλει μ’ έναν τρόπο που δεν ταίριαζε σ’ έναν εργένη άνδρα της ηλικίας του· νέο, καλοπεριποιημένο, με ολίγον γκριζωπούς κροτάφους και σπορ αμάξι όπως αρμόζει σε βοηθό διευθυντού ―ίσως και διευθυντή μετά τα Χριστούγεννα! ―τής μεγαλύτερης εταιρείας παρασκευής ταχυβραστήρων στην Ανατολική Ακτή, μ’ έδρα το ΠΚΕ*. Η προσβολή ξεκίναγε ήδη το απόγευμα τής προηγουμένης, όταν ο ήλιος χρύσωνε γλυκά τη γέφυρα τού Μπρούκλυν και κορυφωνόταν την επομένη τα χαράματα, με τις σειρήνες των περιπολικών να εφορμούν απ’ το Μανχάταν. Ήταν μια ανεξήγητη αίσθηση, απροσδιόριστη, που του ξέραινε την γλώσσα σαν να είχε γευθεί, κατά λάθος, το κατακάθι τού ελληνικού καφέ που συνήθιζε να παίρνει για πρωινό. Και το γεγονός ότι δεν μπορούσε πια να ευχαριστηθεί μια απ’ τις λιγοστές απολαύσεις που επέτρεπε ακόμα στον εαυτό του, ήταν φυσικά σημάδι πως έπρεπε να λάβει μια απόφαση.
Η Τρίτη ξημέρωσε όπως πάντα. Κουστούμια περίμεναν στις στάσεις των τραμ, ανδρόγυνα καυγάδιζαν στους δρόμους, ασθενοφόρα κατέβαιναν την συνοικία τού Κουήνς. Ποιός μπορούσε αλήθεια να φανταστεί την συνέχεια! Μέσα σε λίγες ώρες, οι δρόμοι τής Νέας Υόρκης είχαν μετατραπεί σε κάτι απόκοσμο, ονειρικό, γεμάτοι σκόνη, χαλάσματα και ανθρώπους κάθε λογής να τρέχουν πανικόβλητοι. Αν και οι στιγμές ήταν δύσκολες, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με αυταπάρνηση βοήθησαν συνανθρώπους τους. Όπως ο εν λόγω κύριος, καλοντυμένος, γύρω στα σαράντα χωρίς γραβάτα που, κλαίγοντας σα μικρό παιδί, γυρνούσε αλλόφρων στ’ απομεινάρια των Πύργων ψελλίζοντας, ξανά και ξανά, μια λέξη: «Συγγνώμη... συγγνώμη... συγγνώμη!..»
*ΠΚΕ = Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου