ΚΑΖΑΜΙΑΣ

Ήταν φθινόπωρο με τη νέα Χιλιετία
που ο Κόσμος άρχισε να γυρνά ανάποδα.
Όχι ότι υπήρχε, φυσικά, σοβαρή αιτία
όμως λίγο-πολύ το ξέραμε απ' τα Σχολεία
(σπασίκλες και ανδράποδα):
η αγάπη αγάπη γεννά κι η βία τη βία.

Τώρα χτυπάς την πόρτα μου κι είμαι στο μπάνιο γυμνός
- ήσουν τόσο μακρυά και τόσο σ' αγαπούσα! -
Ρωτούσα για σένα μα λίγο ήμουν αμέριμνος
αν στα μέρη σου μαραίνονται όλα γίνονται έρημος·
(εμένα, οι μέρες μου ανθούσαν!)
Α, περίμενε να σκουπιστώ - δεν είμαι έτοιμος...

Νά 'σαι όμως, ήρθες! Ξέρω, πρέπει να συνηθίσεις
τη γνώμη των πολλών, τις εκκλησιές και τον ραββίνο.
Γι' αυτό, σπίτι σου το σπίτι μου· κι επίσης
αν θες -χαλάλι σου!- και τη γυναίκα μου σού δίνω
χαλί να γίνω για τις πρωινές σου τις δεήσεις.
Μη μου λες· ξέρω! Χρόνο παίρνουν τα τής μύησης.

Πέρασες κι εσύ πολλά... Κατατρεγμένο ελάφι
περπάτησες, κολύμπησες ανθρώπινο κοπάδι
με μωρά στην αγκαλιά (και στού πέλαου τα βάθη)
γνωριστήκαμε· λάθη έκανες έκανα λάθη
μα οι φωτιές στον ουρανό σημάδι
πως τ' ασπρόρρουχά μας θα μοιράσουμε απ' τη σκάφη.

Ήταν χειμώνας όταν μαράθηκε η λογική
που ο κόσμος πήρε ανάποδες.
Όχι ότι υπήρξε, φυσικά, κήρυξη πολεμική
απλά στα θέατρα έπαυσε απότομα η μουσική,

τη νησιώτικη αγάπη πνίξαν όπλων ωδές -

(άντε να ξαναβάζω τώρα παραλλαγή-χακί...)

                                                            Νοέμβριος 2015